Mεγαλοκυτταροϊος (CMV)
Ο μεγαλοκυτταροιός ή CMV είναι ιός της οικογένειας του έρπητα με αρκετά εύκολο τρόπο διάδοσης αλλά μικρή νοσηρότητα ή εκδήλωση συμπτωμάτων στον γενικό πληθυσμό. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της γης φαίνεται πως έχει έρθει σε επαφή με τον ιό, ο οποίος δεν αφήνει αναμνηστική ανοσία. Παρουσιάζει ύφεση και έξαρση όπως και όλοι οι ιοί της αντίστοιχης οικογένειας και δεν απειλεί την ζωή του ατόμου.
Τα συμπτώματά του μοιάζουν με αυτά της λοιμώδους μονοπυρήνωσης ή της τοξοπλάσμωσης.
Ο CMV είναι ένας ιός που μεταδίδεται με την επαφή μέσω των σωματικών υγρών από άνθρωπο σε άνθρωπο και συμβαίνει κυρίως μέσω των ρινοφαρυγγικών εκκρίσεων, του σάλιου, των ούρων, του σπέρματος, των κολπικών υγρών και του αίματος ή του μητρικού γάλακτος.
Η πιο συχνοί χώροι μετάδοσης είναι οι παιδικοί σταθμοί και τα νηπιαγωγεία όπου τα παιδιά φαίνεται στην συντριπτική τους πλειοψηφία να έρχονται σε επαφή με τον ιό έως τα 2-3 χρόνια της ζωής τους. Η μετάδοση γίνεται άμεσα στους γονείς μέσω της επαφής με το παιδί τους.
Η αμνοιοπαρακέντηση στην εγκυμοσύνη δεν φαίνεται να είναι αιτία μετάδοσης της νόσου στο έμβρυο.
Mεγαλοκυτταροϊος (CMV) και εγκυμοσύνη
Ο μεγαλοκυτταροϊος (CMV) είναι το συχνότερο αίτιο συγγενούς ιαιμικής λοίμωξης. Η πιθανότητα σοβαρής νεογνικής νόσου είναι μεγαλύτερη μετά από πρωτοπαθή λοίμωξη της μητέρας στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η μετάδοση του CMV μπορεί να γίνει στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, στον τοκετό ή στη λοχεία. Τα νεογνά με συγγενή λοίμωξη από CMV μπορεί να γεννηθούν με κλινικές εκδηλώσεις ή να είναι ασυμπτωματικά. Η λοίμωξη από CMV χαρακτηρίζεται από χρόνια νοσηρότητα λόγω νευροαισθητήριας απώλειας της ακοής, διανοητικής καθυστέρησης, βλάβης του ΚΝΣ, χοριοαμφιβληστροειδίτιδας και σπασμών. Η διάγνωση της λοίμωξης από CMV στη διάρκεια της εγκυμοσύνης γίνεται με τον προσδιορισμό των ειδικών IgG και IgM αντισωμάτων, όπως και με την ανίχνευση του DNA του ιού στο αμνιακό υγρό. Η διάγνωση της λοίμωξης στο νεογνό γίνεται με την απομόνωση του ιού στα ούρα ή το σίελο του. Υπάρχει σήμερα εμβόλιο με ανοσολογική δράση.
Επιπτώσεις συγγενούς λοίμωξης στο νεογνό
Τα νεογνά με συγγενή λοίμωξη από CMV μπορεί να γεννηθούν με κλινικές εκδηλώσεις ή να είναι ασυμπτωματικά. Μόνο το 10% των προσβεβλημένων παιδιών παρουσιάζουν συμπτώματα κατά τη γέννηση τους. Η κλινικά εμφανής συγγενής λοίμωξη χαρακτηρίζεται από πετέχειες, ηπατοσπληνομεγαλία, ίκτερο, μικροκεφαλία, χοριοαμφιβληστροειδίτιδα, και σπασμούς αμέσως μετά τη γέννηση ή την άμεσα νεογνική περίοδο. Δεν είναι σπάνιο νεογνά με συγγενή λοίμωξη να γεννηθούν πρόωρα ή μικρού βάρους για την ηλικία κύησης. Πολλά από αυτά τα παιδιά παρουσιάζουν χρόνια νοσηρότητα λόγω νευροαισθητήριας απώλειας της ακοής (25-65%), διανοητική καθυστέρηση (47-61%), νευρομυϊκές διαταραχές (34-49%), χοριοαμφιβληστροειδίτιδα (12-22%), και σπασμούς (11%). Η απώλεια της ακοής έχει διπλάσια πιθανότητα να εμφανιστεί σε χαμηλού βάρους παιδιά ή παιδιά που παρουσιάζουν πετεχείες ή ηπατοσπληνομεγαλία, απ’ ότι στα παιδιά χωρίς αυτά τα ευρήματα. Η νευροαισθητήρια απώλεια της ακοής είναι το πιο συχνό εύρημα σε ασυμπτωματικά νεογνά με συγγενή λοίμωξη. Σε ένα ποσοστό 18% η απώλεια της ακοής δεν παρατηρείται αμέσως, αλλά εμφανίζεται 5-6 χρόνια μετά τη γέννηση.
Μόλυνση του εμβρύου ή του νεογνού
Η μετάδοση του CMV μπορεί να γίνει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, κατά τον τοκετό ή και τη λοχεία μέσω του μητρικού θηλασμού.
Η παρουσία πρωτογενούς λοίμωξης στο πρώτο μισό της εγκυμοσύνης, που γενικά είναι αρκετά σπάνια , φαίνεται να αποτελεί την σοβαρότερη έκφραση της ασθένειας καθώς μπορεί να επηρεάσει το 40% των εμβρύων. Η επανεμφάνιση της ασθένειας –δευτερογενής λοίμωξη στην μητέρα φαίνεται να επηρεάζει μόνο το 0,15 έως 1% των εμβρύων.
Η προϋπάρχουσα επαφή σας με τον ιό σε προηγούμενη εγκυμοσύνη ή την προηγούμενη ζωή σας φαίνεται να προστατεύει κατά 70% την εμφάνιση του συνδρόμου συγγενούς μεγαλοκυταρροιό στην επόμενη εγκυμοσύνη σας.
Προγεννητική διάγνωση λοίμωξης από CMV
Η διάγνωση της λοίμωξης από CMV στη διάρκεια της εγκυμοσύνης γίνεται με τον προσδιορισμό των ειδικών IgG και IgM αντισωμάτων. Γίνεται επίσης με την απομόνωση του ιού με καλλιέργεια ή ανίχνευση του DNA του ιού με PCR. Πρέπει να τονιστεί ότι το υπερηχογράφημα στη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχει περιορισμένη χρησιμότητα στη διάγνωση συγγενούς λοίμωξης από CMV.
Διάγνωση της συγγενούς λοίμωξης στο νεογνό
Η διάγνωση της συγγενούς λοίμωξης γίνεται με την απομόνωση τοι ιού τις 3 πρώτες εβδομάδες μετά τον τοκετό, από τα ούρα ή το σίελο του νεογνού.
Θεραπεία
Η θεραπεία της νεογνικής λοίμωξης από CMV έχει αξιολογηθεί μόνο σε νεογνά με συγγενή λοίμωξη που παρουσίασαν συμπτώματα στο ΚΝΣ. Η ανάπτυξη εμβολίου ενάντια στη CMV λοίμωξη αποτελεί κύρια προτεραιότητα. Η προσπάθεια για την παραγωγή του εμβολίου με καλύτερη ανοσολογική ανταπόκριση συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.